χωρίς άλλη αναβολή

Σάββατο 13 Απριλίου 2013

81 ~ Ιλαρίε Βορόνκα: Εκεί στη Νήσο Φάντασμα θα 'ρθώ με όργανα μουσικής και πλήρης ημερών.

Αιμορραγία, μεταρσίωση

Κοντά στα δάκρυά σας, αδυσώπητοι άνθρωποι,
κοντά στους αετούς σας, που εποφθαλμιούν πνεύμονες
και σε βουνά συγκλίνοντα, ανάμεσα, ο ίσκιος μου
την πεινασμένη πάλη να προσέχει.

Κι' αν ως τα σωθικά μου μ' ερευνήσετε,
όπως ένα βιολί για να βγει ο ήχος του
ή για ξερίζωμα ειδώλου έναν καθρέφτη,
ποτέ σας τ' όραμα που κρύβω δε θα δείτε.

Απ' το πρωί που ανοίγει μια αρτηρία
μέσ' στην ομίχλη που εισχωρεί στα εργαστήρια,
στη σάρκα μου η ψυχή, σφιχτά πιασμένη,
βουβαίνει, γδέρνεται και σπαρταρά για να γλυτώσει.

Και σεις που τρώγεστε και τρώτε και το χιόνι
σαν τα σκυλιά ελκήθρων μέσ' στη θύελλα,
δήμιοι και αδερφοί μου, είμαι μαζί σας,
χωρίς να ξέρω τι μου χώνετε στην πλάτη.

μετάφραση: Κώστας Ασημακόπουλος

Ο λαός μου φάντασμα

Ανάμεσα σε θάλασσα καϊ γη, λιθάρια κι' ουρανό.
Με το ξερό ψωμί του δρόμου. Με το σκουριάρικο κρασί του δάσου.
Το έργο μου τελειωμένο. Τα εργαλεία μου
όργανα πια για μουσική.

Και τ' αντικείμενα τη φλογισμένη μνήμη διαπερνώντας
σε λόγια μεταβάλλονται.

Στην εσχατιά της γης, έδω, το τελευταίο χνάρι ανθρώπων.
Συνάντηση. Ο άνεμος χτυπάει μέσα στους αφρούς σπαθιά νερών.
Κόβουν πουλιά την μοναξιά γεωμετρικά.
Και της ζωής τα πρόσωπα αντιδείχνονται.

Ο ήλιος δύει στο αλατισμένο βλέφαρό μου.
Σε φύκια αγνάντια και παρέες των ψαριών,
το πρόοωπό μου ραγισμένο από αγέρα,
τα χείλια μου σφιχτά, αυγή και δειλινό σαν ένας ήχος.

Κυνήγι δίχως δίχτυα, δίχως όπλα.
Ένα με τα βράχια. Προς το Νοτιά
αφρών αετοί. Μόνος με τελειωμένο το έργο μου,
ανάμεσα σε γη και δάκρυα.
Της ψαρικής τα σύνεργα γίνηκαν άρπες, τα τουφέκια μου αυλοί.

Μα η καρδιά αιώνια βάρκα του Οδυοσέα
που στ' όνειρό του τι νησιά περνάει•
σε οίστρους καινούργιων αρχιπελάγων τ' αγγίζει,
από ένα λόγο, ένα γέλιο, χτίζεται μία πόλη.
Σ' αυτή την εσχατιά της γης θα περιμένω
περάσματα νησιών, παράξενα πτηνά που λάμνουν μέσα στα σχοινιά.

θα σε γνωρίσω φάντασμα κάτω απ' τα καραβόπανα
ηπείρων ταξιδιάρικων. Εκεί κοντά στον άξενο λαό με τη νεκρή πατρίδα
είναι η θέση μου. Εκεί στη Νήσο Φάντασμα
θα 'ρθώ με όργανα μουσικής και πλήρης ημερών.

Καιρός της εξορίας; Όχι. Φυγή μέσ' απ' τους παγετώνες του ύπνου; Όχι.
Το σκουλήκι του άλγους στραγγαλισμένο μέσ' το μήλο της πληγής.
Μα ως τότε, δίχως δάκρια, δίχως εργαλεία,
στα ράχτα εκείνα, στην πιο ακρινή παρυφή ηπείρου,
ανάμεσα σε άγρια βράχια κι' ανταριασμένα κύματα
που ανεβάζουν το άσπρο γάλα των αφρών
μέχρι την πείνα μου τη μάνητα του αγέρα.

Εκεί. Μακριά από τον ανελέητο άνθρωπο. Μακριά
απ' όσους διανέμουνε τη γη. Δίχως φυγή και δίχως γυρισμό.
Η φωνή λησμονημένη μέσα μου σαν έναέ γράμμα μέσα σε βιβλίο.
θα περιμένω το Λαό μου Φάντασμα, το Νησί μου Φάντασμα.

μετάφραση: Κώστας Ασημακόπουλος

Κούνια από χιόνι

Χειμώνα, αόρατε αδερφέ,
όταν τα όρνια μαρτυρούν στον κυνηγό τον δρόμο γι' αύριο
κι άσπρα μπουκέτα στα κλαριά συνάζουν δάκρυ,
στη ρόδα θα ριχτώ κ' εγώ στο νικηφόρο άρμα σου.

Βλέφαρα, βλέφαρα από στάχτη
στων παλατιών τις πολυθρόνες.
Η νύχτα μάς ραντίζει τις παριές με τα ποτήρια του ύπνου
και το πρωί δε μας αναγνωρίζουν οι καθρέφτες μας.
Σκιρτά το αίμα μας ίδια με περιστέρια ταχυδρόμους.

Μας τύλιξαν απρόσμενα κάτασπροι δρόμοι.
Κ' οι ακακίες σε μια επίσκεψη — ανάμνηση — αναφέρουν
ότι τα μύρα είναι ανθών φαντάσματα
κι ότι μια μουσική στη νύχτα μέσα παιανίζει.

Ψοφίμια οι μέρες, πεταμένα στων πόλεων τις μάντρες•
τα εργαλεία μουχλιάζουν μες σε φύλλα
μαζί με κάθε λέξη μας.

μετάφραση: Κώστας Ασημακόπουλος

Προφίλ κομμένο μέσα σ' ένα δάκρυ

Στο κρατημένο πικρό γυάλινο κιάλι σου
Και ως ταχυδρομικές σφραγίδες σε θωρούν τα παράθυρα, οι πόρτες
Άιντε πες: δωμάτιο ξενοδοχείου και ξεχασμένα δέντρα
Σου τεντώνουν το λαιμό σαν κυνηγόσκυλα

Ακόμη δέκα βήματα ο αγέρας με αρπάζει απ' το μπράτσο
γέλιο αμφίκοιλο
Και το άσμα ως ασφαλιστήριο συμβόλαιο
Κάτω απ' τα κουπιά τ' αστέρια πέφτουν κλειδιά μες στο μελάνι
Η λίμνη
Το μυαλό ταλαντεύεται ως διαμέρισμα υπερωκεανείου
Αν ήξερες, αν ήξερες για το φιλί που έγινε μνήμη
Μαλλί κομμένο σαν κουβέντα
Στα σκαλοπάτια μια σκέψη
Μια κουβέντα ευωδιαστή
Τούνελ στο αλκοόλ οι θόρυβοι
Όπως οι δρόμοι που κλείνουν σαν βιτρίνες στις εφτά το βράδυ.
Της γραμματικής τα ρίγη ταξιδεύουν ως το στήθος
Σαν την καρδιά το μέτωπο και τα μάτια σου σταθμοί
Μια αμφιβολία ανεβαίνει σαν την λύπη στο κρασί
Ως ένεση
Ο αγέρας την κρυστάλλινη περικεφαλαία κόβει.

απόδοση από τα ρουμανικά: Δημήτρης Κανελλόπουλος

Ο χορός των κοραλλιών

πάνω στα ματοτσίνορα ρουμπίνια ο ύπνος απλώνει
σα να εκρήγνυται μεμιάς η φλόγα στο γυαλί
γαλάζιο ψάρι έγκλειστο σε υδρία πάνω στην ακτή,
από την σκιερή βλάστηση υψώνεται ο χυμός του αίματος,
των δασών η αξίνα, στους καταρράκτες του ουράνιου τόξου
από τα παράθυρα των θαλασσών τα εντόσθια του εδάφους δείχνουν'
ψάρια με τα πτερύγια στου σκοταδιού την κόψη
σαν το κουβάρι το στόμα μέσω των ινών του ύδατος
των ερπετών φυτά ταλαντεύονται στην έρημο των καιρών,
κάποιες φορές ανοίγει ο ασημένιος χορός των κοραλλιών,
και φραγκοστάφυλα στις άκριες μαργαριτάρια, γλόμποι αιμάτινοι,
το τόξο των σκυλόψαρων σκαρφαλώνει στα υδάτινα βιολοντσέλα
απ' το φθινόπωρο των σκοταδιών ο χρυσός των ψαριών στα φύλλα τι βόστρυχοι, οι μέδουσες που γέρνουν
σαν του τσαγιού χαρτοπετσέτες στη βελούδινη άκρη των ψαριών τορπίλες,
ένα ρεύμα ως άρωμα χτυπά τις φάλαγγες,
στα λασπωμένα χείλη των στρειφιών ο ασπασμός,
υπάρξεις βυθισμένες στων υδάτων τα μαλλιά,
σφουγγάρια που δαγκώνουν τις μετακινούμενες σκιές των βυθών,
στρατιές οι φάλαινες και οι σερπαντίνες των φυκιών, πλησιάζουν ψάρια φωσφορίζοντα ως λαμπερές αφίσες.

απόδοση από τα ρουμανικά: Δημήτρης Κανελλόπουλος

Ελαστικόν

Πάρκο τρύπιο σαν δαχτυλίδι' σούρουπο
Το μειδίαμα που φέρεις αν πάνω σ' ένα άλπενστοκ
Κραυγές που σκαρφαλώνουν στον ουρανό, όπως το νερό μες στους σωλήνες
Ο άνεμος κάνει υποκλίσεις ως τις τρεις- δέκα και εφτά, οι κουβέντες βγαίνουν σαν φαντάροι απ' τις σκοπιές
Συλλέγοντας φύλλα αυτόγραφα, άρωμα
Χαμένος δρόμος μέσα στο χλώριο και στον ασβέστη
Το υπόγειο ρουμπινέ κλαμένο άνοιξε σαν σαμοβάρι
Σπίτια στοιβαγμένα σα μικρά λουτρά μέσα στο άλμπουμ

Βυζαντινό ζωνάρι μέσα στις σκιές χειροκροτώντας
Τηλεφωνώντας, τηλεφωνώντας το κοίλο νεύμα
Αγαπημένη, δίεση εσωτερικού εδάφους, αμπαζούρ πάνω στον τσίγκο του μυαλού

Σα μάτια τρεμοπαίζουν δυο λάμπες του γκαζιού,
Το γυαλί με τα γρανάζια σαν του ρολογιού ροδέλα
Αποστειρωμένη πόλη πίσω απ' τ' όνειρο του ιωδίου
Όνειρο καδραρισμένο μέσω ιματιοφυλακίου κάθε ακακία, γκαρνταρόμπα
Αποκρυσταλλωμένος ύμνος ακούγεται μέσα απ' τον ασβέστη
Ο ουρανός ισορροπεί πάνω απ' τη μεταλλική λίμνη.

απόδοση από τα ρουμανικά: Δημήτρης Κανελλόπουλος


Ilarie Voronca [Eduard Marcus] (1903–1946)
Ξημερώνοντας 5 Απριλίου, στην κουζίνα του σπιτιού του, στο Παρίσι. Στη δεύτερη απόπειρά του, με υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών σε συνδυασμό με αλκοόλ, ανοίγοντας ταυτοχρόνως την παροχή φυσικού αερίου. Συναισθηματικώς μπερδεμένος ανάμεσα στην τρυφερότητα που ένιωθε για την σύζυγό του Κολόμπα, και στο πάθος για την ερωμένη του Ροβένα, σκληρά απογοητευμένος μετά την ανακοίνωση της απόφασης της δεύτερης ότι προτιμά να συνεχίσει τη ζωή της με έναν βιολονίστα που γνώρισε κατά τη διάρκεια του χωρισμού τους. Με επισφαλή υγεία, με ενεργό συμμετοχή στην γαλλική αντίσταση έχοντας ο ίδιος βιώσει την αγωνία να γλιτώσει από τις γερμανικές αντιεβραϊκές διώξεις, και - τραγική αντίφαση! - κατά το διάστημα που ολοκλήρωνε την εργασία του "Οδηγίες για την τέλεια ευτυχία".


φωτογραφία: ro.wikipedia.org

* Τα ποιήματα σε μετάφραση Κώστα Ασημακόπουλου είναι από την Ανθολογία Ρουμάνων Ποιητών - Εκδόσεις Αρίων, 1974

*
Τα ποιήματα σε απόδοση Δημήτρη Κανελλόπουλου είναι από το Οροπέδιο, τχ. 4 - Χειμώνας 2007-2008

από Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ.. _Permalink ---> 13.4.13 0 comments