χωρίς άλλη αναβολή

Δευτέρα 16 Απριλίου 2012

74 ~ Ούγκο Κλάους: Πλήξη, γκρίζοι διάδρομοι πάλι, μίζερη ζωή τιποτένια.

Η επίσκεψη
Ο Ντοντάινε έκρυψε ένα από τα εφτά απαγορευμένα βιβλία κάτω από την ποδιά του και μ' αυτό δελέασε τον Λουί. Κάθονταν κάτω από την αναδεντράδα του σπηλαίου της Μπερναντέτ Σουμπίρους.

Το Βιβλίο του Ντοντάινε ήταν ένα ABC, ένα εβδομαδιαίο περιοδικό των σοσιαλιστών, που συμπεριλαμβανόταν αναμφίβολα στη Μαύρη Λίστα του Βατικανού και του το 'χε φέρει ο αδελφός του όταν βρισκόταν κατάκοιτος στο νοσοκομείο. Είχε βγει από εκεί μ' ένα κατακόκκινο αυτί, που το τράβαγε όλη την ώρα. Την ημέρα το Βιβλίο βρισκόταν στο κάτω μέρος του ντουλαπιού του, κρυμμένο πίσω από τα μποτίνια του.

Οι τέσσερις σελίδες που έλειπαν βρίσκονταν γυαλιστερές και ατσαλάκωτες, αν χαι λιγάκι φαγωμένες στις άκρες, κάτω από το μπλε χαρτί περιτυλίγματος που υπήρχε στρωμένο στο συρτάρι του θρανίου του Ντοντάινε. Για απόλυτη ασφάλεια είχε καρφώσει το χαρτί με πινέζες - πρέπει να τις λες «δακτυλόκαρφα», απαιτούσε ο Νονός από τον Λουί, αλλά εκείνος δεν το έλεγε ποτέ, αρκετά περίγελος γινότάν με την προφορά του.

Οι ξεδιπλωμένες σελίδες άστραφταν στον ήλιο, παρόλο που η σκιά και η οδοντωτή τσάκιση τις χώριζαν οικτρά στη μέση. Ο Λουί δεν θα έσκιζε ποτέ σε κομμάτια τα δικά του Απαγορευμένα Βιβλία, ούτε ακόμη και μπροστά στον πιο άμεσο κίνδυνο να τον ανακαλύψουν. Αλλά ο Ντοντάινε ήταν Οτεντότος.

Οι τέσσερις Απόστολοι είχαν εφτά Απαγορευμένα Βιβλία. Ο Φλίχε είχε τρία, τον Έρωτα στην ομίχλη, ένα πρόγραμμα από την οπερέτα Ροζ-Μαρί και το πιο ριψοκίνδυνο, μια βιογραφία του Μπερνάρ Σο, αιρετικού και μασόνου. Ο Μπάιτεμπιρ είχε τα Διηγήματα της Νότιας θάλασσας και μια φωτογραφία της Ντέινα Ντάρμπιν με εσώρουχα, αρκετά σκανδαλιστική για να θεωρηθεί Βιβλίο. Το Βιβλίο του Λουί ίσως και να μην τον έφερνε σε δύσκολη θέση αν το ανακάλυπταν οι Αδελφές, θα μπορούσε λοιπόν να το στριμώξει φανερά ανάμεσα στα πολυχρησιμοποιημένα, μυρωδάτα βιβλία του Οργανισμού Ντάβιντς που είχε φέρει μαζί του μετά τις πασχαλινές διακοπές, δεν αρκεί όμως η πρόθεση όταν ένα βιβλίο, τυλιγμένο στο νυχτικό σου, περνάει λαθραία μέσα στους ψηλούς τοίχους του Ιδρύματος; Ο τίτλος του ήταν Η φλαμανδική σημαία, είχε βιβλιοδετηθεί από τον ίδιο τον Μπαμπά με καφεκόκκινο χαρτόνι - μπορούσες να αναγνωρίσεις αμέσως τη βιβλιοδεσία του Μπαμπά, γιατί πετσόκοβε ανελέητα τα περιθώρια πολύ κοντά στο κείμενο. Η φλαμανδική σημαία μιλούσε για εξεγερμένους ιεροσπουδαστές στα τέλη του περασμένου αιώνα, που, παρακινημένοι από μακρυμάλληδες ιερείς με πενς-νε, δολοπλοκούσαν μες στα μαύρα μεσάνυχτα ενάντια στους Βέλγους -και ως εκ τούτου εχθρικά διακείμενους στη Φλάνδρα- υπουργούς και επισκόπους και είχαν συστήσει μια μυστική εταιρεία, το Σιωπηλό Όρκο. Ο Λουί είχε κλέψει το βιβλίο από τη βιβλιοθήκη του σπιτιού, επειδή είχε ακούσει τον Μπαμπά να ισχυρίζεται πως οι ιερείς που ανακάλυπταν τέτοια κείμενα στους ενορίτες τους τους απειλούσαν με άμεσο αφορισμό από την Αγία Εκκλησία.

Η Αγία Αδελφή Γερολφία
Ο κανονισμός, με τις διακλαδώσεις δευτερευουσών διατάξεων που προκαλούσαν ζαλάδα, δεν είχε γίνει ποτέ κατανοητός στο σύνολό του από τους μαθητές, γιατί ποτέ κανένας μαθητής δεν πήρε την άδεια να του ρίξει έστω και μια ματιά, όπως ήταν γραμμένος στο ογκώδες, δερματόδετο και διακοσμημένο με μπρούντζινες γωνίες βιβλίο που οι Αδελφές κρατούσαν φυλαγμένο στο Άβατο και το συμβουλεύονταν σε κάθε διχογνωμία τους. Οι Αδελφές διχογνωμούσαν σπάνια, διότι μεταξύ άλλων απαρνήθηκαν τα εγκόσμια και για να τηρήσουν την υπόσχεση πως θα κατάφερναν να συμβιώσουν μεταξύ τους ειρηνικά.

Σ' εκείνο το Βιβλίο του Κανονισμού, που κάθε Σαββατόβραδο συμπληρωνόταν από την Αδελφή Οικονόμο ή, αν ήταν άρρωστη, από την Αδελφή Θεός Φυλάξοι, μπορεί να διαβάσει κανείς τι ώρα πρέπει να σηκωθούν οι Αδελφές και τι ώρα οι δέσμιοι, οι μαθητές, πόσος χρόνος επιτρέπεται να σπαταληθεί μεταξύ εγερτηρίου, πλυσίματος και της πρώτης μπουκιάς του πρωινού, ποιες μέρες υπάρχει ζεστή σοκολάτα, χυλός από βουτυρόγαλα ή λουκάνικο με αίμα, ποιο κρέας θα μπορούσες να φας σε περίπτωση ανάγκης, αν βρεθείς ημιθανής από την πείνα σε μια όαση ημέρα Παρασκευή, πόσο πάνω από το γόνατο επιτρέπεται να φτάνει ένα χειμωνιάτικο κοντό παντελονάκι, αν επιτρέπεται κάποιος να γελά και πόσο δυνατά την ώρα του διαλείμματος δύο εβδομάδες μετά το θάνατο συγγενούς, ποια μέρα και ποια ώρα πρέπει να φορεθεί το κολάρο από ζελατίνα και πόσο σκούρο επιτρέπεται, να είναι το μπλε της λαβαλιέρ, διότι αν είναι σχεδόν μαύρο, τότε το πένθος σου είναι άσκοπο και εξοργίζει το Βλέμμα του Θεού, σε ποια περίοδο του χρόνου φοράμε για πρώτη φορά ψαθάκι, και αυτό δεν γίνεται απαραίτητα το Πάσχα, τι κυρώσεις θα πρέπει να επιβληθούν σε ένα μαθητή που δεν θεωρείται πια μικρούλης και έχει κατουρήσει στο κρεβάτι του, αν επιτρέπεται να ανταλλάξεις τρεις πήλινους βόλους με έναν από χρωματιστό γυαλί, αν επιτρέπεται να βάλεις στο στόμα σου τρία κομματάκια τσίχλα ταυτόχρονα, τι ώρα ακριβώς αρχίζει ο Εσπερινός και γιατί, και τα λοιπά, και τα λοιπά.

Ακούγοντας και βλέποντας
Ο Λουί κρατάει την ανάσα του. Πίσω από τους θάμνους περνούν δυο Αδελφές, από το βηματισμό μπορεί κάποιος να αναγνωρίσει την Αδελφή Κρις. Στο βάθος ακούγεται η οχλαγωγία των Οτεντότων που γυρίζουν από ποδόσφαιρο. Ο Λουί γλίστρησε παραπέρα, βυθίστηκε περισσότερο στα χαμόκλαδα πάνω στα βρεμένα του γόνατα, μετά κάθισε στις φτέρνες, το πρόσωπο του ακουμπούσε στην πικρή φυλλωσιά.

Αν η Μαμά τραυματίστηκε, το λάθος είναι δικό του και κανενός άλλου. Δεν θα είχε συμβεί ποτέ αν εκείνος βρισκόταν στο σπίτι, γιατί, τη στιγμή της συντριβής, όταν υπνοβατούσε στο διάδρομο δίπλα από την κάμαρα της κι έπεσε και έσπασε και τους δύο της αγκώνες, θα την είχε συγκρατήσει.

Δεν θα είχε συμβεί ποτέ αν, εδώ στο Ίδρυμα, εκείνος την είχε σκεφτεί. (Όχι φευγαλέα, αλλά με μια σκέψη προσανατολισμένη με ακρίβεια, συγκεντρωτική, έντονη, που θα την είχε αγγίξει εκείνη τη στιγμή στο διάδρομο όταν το σώμα της, εκλιπαρώντας για προστασία, βημάτιζε διστακτικά κοντά στη σκάλα και τα τρεμάμενα λευκά της πόδια ψαχούλευαν.) Αν η σκέψη του, η προσευχή του, την είχαν αγκαλιάσει ενόσω αυτή κοιμόταν. Αν εκείνη είχε συλλάβει τούτη τη σκέψη του, αν την είχε αναπνεύσει. Θα είχε ξυπνήσει και θα είχε ψιθυρίσει χαϊδεύοντας τον αυχένα του: «Ναι, Λουί μου, ναι, πες το στη Μαμά». Δεν θα είχε συμβεί αν αυτός δεν είχε καν υπάρξει. Γιατί, αν δεν τον είχε γεννήσει, δεν θα την έπιαναν εκείνες οι ζαλάδες στη σκάλα. Διότι, όπως είχε πει στη θεία Νόρα, όταν τον γέννησε, κάτι μπήκε στο αίμα της. Αν δεν είχε έρθει ποτέ στη ζωή, ούτε κι εκείνη, αδύναμη και εξασθενημένη ψυχικά από τη γέννησή του, δεν θα είχε φτάσει ποτέ στο κρίσιμο σημείο να στείλει αυτόν, το επικίνδυνο βρέφος και φορτικό παιδί της, να ξεκουμπιστεί στο ίδρυμα.

του Βελγίου
O Aδελφός Αλφόνς, ένα τσακισμένο ανθρωπάκι, πήρε τον Λουί υπό την προστασία του, έψησε κρέπες γι' αυτόν, του έδωσε να διαάσει L' Histoire de la typographie belge.

Όταν ο Λουί περιφερόταν στις άδειες αίθουσες, έπεφτε σταθερά πάνω στον αδελφό. Ο Λουί έγραψε:

Πλήξη βαραίνει εδώ τους διαδρόμους
κι εμένα οι πόθοι μου έχουν πάρει τους δρόμους.
Δεν βλέπω πια φως στη ζωή μου.
Ποια να 'ναι η επιδίωξή μου;
Πολέμα για το μέλλον σου εμμένουν,
ενώ τα συντροφάκια μου εκεί πέρα
στ' ανατολικά τα σύνορα πεθαίνουν.

Δεν ήταν αρκετά μοντέρνο. Ούτε Φαν Οστάιν ούτε Βίκτορ Μπρουνκλερ.

Πλήξη, γκρίζοι διάδρομοι πάλι,
μίζερη ζωή τιποτένια.
Στο πύρωμα της Ανατολής μυρίζει ατσάλι!
Ω, νεκροτράγουδα μενεξεδένια!

* * *
«Ο αδελφός μου πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης», είπε ο Λουί. «Ήταν ένας διανοούμενος που δούλεψε στην παρανομία, χωρίς ποτέ να γευτεί τους καρπούς της μυστικής δουλειάς του».
«Αυτή η συμμετοχή αφορά στις εμπειρίες του;»
«Τις προσωπικές του εμπειρίες, ναι, φυσικά».
«Τα Τελευταία Νέα θα έδειχναν ενδιαφέρον για κάτι τέτοιο».
«Δεν αφορά ευθέως στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Είναι λιγάκι...» [....] «Μου έδωσε το κείμενο πριν τον μεταφέρουν. Σ' ένα τρένο με ζώα. "Να το φροντίσεις καλά, Λουί", είπε».
«Νόμιζα πως εκείνον έλεγαν Λουί».
«Μου ζήτησε να πάρω το όνομά του. Ώστε να σώσω το έργο ζωής του μετά το θάνατο του, να το συνεχίσω. Εγώ λέγομαι Μορίς».
«Σ' αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να δώσουμε μια λύση. Ως γραμματέας της επιτροπής δεν μπορώ βέβαια να 'χω ψήφο. Κατά κάποιο τρόπο λοιπόν, μπορώ να μην θεωρηθώ προκατειλημμένος. Πιστεύω ότι μπορώ να το πάρω υπ' ευθύνη μου και να πω πως το χειρόγραφο ήρθε με το ταχυδρομείο». Ζύγισε το φάκελο στην παλάμη του. «Περίπου είκοσι φράγκα. Ρίξε το φάκελο τώρα αμέσως στο γραμματοκιβώτιο στη γωνία και θα 'ρθει αύριο εδώ σύμφωνα με τους κανονισμούς. Δεν θα το πάρει κανείς μυρωδιά. Θα πλήρωνα ευχαρίστως τα γραμματόσημα απ' την τσέπη μου. Ένας αγωνιστής της αντίστασης πρέπει να τύχει των ίδιων, για να μην πω περισσότερων, ευκαιριών, αλλά πρέπει μολαταύτα να προσέξω και το οικογενειακό ταμείο στο τέλος του μήνα. Έχω τρεις κόρες, έξοδα βουνό ξέρεις».
«Σας ευχαριστώ, κύριε».
«Υπάρχουν σίγουρα φοβερά πράγματα μέσα;»
«Είναι περισσότερο για τη νεότητα του».
«Η θλίψη, είναι καλός τίτλος. Απ' την άλλη... Κάτι του λείπει. Είναι... είναι... τόσο γυμνό. Ο καθένας έχει θλίψη. Γιατί δεν το αποκαλείς Θλίψη για την πατρίδα. Φροντίζω τους τίτλους του περιοδικού μας εδώ και...»
«Δεν ξέρω αν ο αδελφός μου θα το 'βρισκε σωστό».
«Ή απλά Η θλίψη τον Βελγίου. Ακούγεται όμορφα... ...»


Hugo Maurice Julien Claus (1929–2008) (1824-1873)
Στις 19 Μαρτίου, σε νοσοκομείο της Αμβέρσας, με ευθανασία (είναι νόμιμη στο Βέλγιο) που ο ίδιος επέλεξε επειδή δεν ήθελε να υποφέρει περισσότερο από το ψυχικό και σωματικό άλγος που του προκαλούσε η νόσος Αλτσχάιμερ από την οποία υπέφερε.



(πρωτότυπη φωτογραφία: wdict.net)

- Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο του Ούγκο Κλάους Η θλίψη του Βελγίου
Μετάφραση από τα φλαμανδικά: Γιάννης Ιωαννίδης
Εκδόσεις: Καστανιώτη, 2002


Links:
- Καθημερινή, 22/3/2008: To Βέλγιο και η θλίψη του
- Η θλίψη του Βελγίου

από Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ.. _Permalink ---> 16.4.12 0 comments