χωρίς άλλη αναβολή

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

62 ~ Γιέρζι Κοζίνσκι: για μένα δεν υπήρχε χώρος

Παρουσία

Ήταν Κυριακή. Ο Τσανς ήταν στον κήπο. Περπατούσε αργά σέρνοντας τον πράσινο σωλήνα από τη μια αλέα στην άλλη, παρακολουθώντας προσεκτικά το νερό που έτρεχε. Το έβλεπε με τρυφερότητα να πηγαίνει σε κάθε φυτό, σε κάθε λουλούδι, σε κάθε κλαδί του κήπου. Τα φυτά ήσαν σαν τους ανθρώπους' χρειάζονταν φροντίδα για να ζήσουν, να περάσουν τις αρρώστιες τους, και να πεθάνουν εν ειρήνη.

Ωστόσο, διέφεραν από τους ανθρώπους. Ούτε ένα φυτό δεν είναι ικανό να σκεφθεί για τον εαυτό του ή να τον γνωρίσει' δεν υπάρχει καθρέφτης όπου μέσα σ' αυτόν να μπορέσει ν' αναγνωρίσει τον εαυτό του' κανένα φυτό δεν μπορεί να κάνει κάτι συνειδητά: δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να μεγαλώσει και το μεγάλωμά του δεν έχει κανένα νόημα, αφού ένα φυτό δεν μπορεί να σκεφθεί ή να ονειρευθεί.

Ένιωθε σιγουριά κι ασφάλεια στον κήπο που τον χώριζε απ' το δρόμο ένας ψηλός τοίχος φτιαγμένος με κόκκινα τούβλα, σκεπασμένος από τον κισσό, κι ακόμη και οι θόρυβοι των αυτοκινήτων που περνούσαν και τάραζαν τη γαλήνη του. Ο Τσανς δεν ήξερε τίποτε για τους δρόμους. Αν και ποτέ του δεν είχε ξεμυτίσει από το σπίτι και τον κήπο του, δεν ένιωθε καμιά περίεργεια για τη ζωή από την άλλη πλευρά του τοίχου.
-κεφ. 1-
*

Μπροστά στια κάμερες και στο κοινό, σε μια θέση στο βάθος του στούντιο απ' όπου ελάχιστα φαινόταν, ο Τσανς αφέθηκε στα γεγονότα. Το μυαλό του ήταν άδειο, κι όμως σκεφτόταν πολλά. Οι κάμερες χάιδευαν την εικόνα του σώματός του, αποτύπωναν κάθε του κίνηση και αθόρυβα την έστελναν σε εκατομμύρια οθόνες τηλεόρασης σε όλο τον κόσμο - σε δωμάτια, αυτοκίνητα, πλοία, αεροπλάνα, σαλόνια, και κρεβατοκάμαρες. Θα τον έβλεπε περισσότερος κόσμος απ' όσους θα μπορούσε να συναντήσει σε όλη του τη ζωή - άνθρωποι που δε θα τον συναντούσαν ποτέ. Εκείνοι που τον παρακολουθούσαν στις συσκευές τους δεν ήξεραν πραγματικά ποιον έχουν απέναντί τους' πώς μπορούσαν άλλωστε, αφού δεν τον είχαν συναντήσει ποτέ; H τηλεόραση καθρεφτίζει την επιφάνεια μόνο των ανθρώπων' στέλνει ακούραστα τις εικόνες του σώματός τους μέχρι να απορροφηθούν στις κόγχες των ματιών των τηλεθεατών, μέχρι να εξαφανισθούν για πάντα, οριστικά. Μπροστά στις κάμερες με τους τρεια αναίσθητους φακούς να τον σημαδεύουν σαν ρύγχη, ο Τσανς έγινε για εκατομμύρια αληθινούς ανθρώπους μονάχα μια εικόνα.
-κεφ. 4-

μετάφραση: Βαγγέλης Χατζηδημητρίου
Παρουσία - εκδ. Θεωρία, 1982


Το 1938, καμιά εξηνταριά μέλη της οικογένειάς μου παρευρέθηκαν στην τελευταία από τις ετήσιες συναντήσεις μας. Ανάμεσα τους βρίσκονταν διακεκριμένοι λόγιοι, φιλάνθρωποι, φυσικοί, δικηγόροι και κεφαλαιούχοι. Απ' όλον αυτό τον αριθμό, μόνο τρία άτομα επέζησαν του πολέμου. Επιπλέον, η μητέρα και ο πατέρας μου είχαν ζήσει τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, τη Ρωσική Επανάσταση και την καταπίεση των μειονοτήτων τις δεκαετίες του 1920 και του 1930. Σχεδόν κάθε χρόνος της ζωής τους ήταν σημαδεμένος από δοκιμασίες, χωρισμό οικογενειών, ακρωτηριασμό και θάνατο προσφιλών προσώπων, αλλά ακόμα κι αυτοί, που είχαν ζήσει τόσο πολλά, δεν ήταν προετοιμασμένοι για τη βαρβαρότητα που εξαπολύθηκε το 1939.

Σε όλη τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου, βρίσκονταν σε συνεχή κίνδυνο. Ήταν αναγκασμένοι να αναζητούν σχεδόν καθημερινά νέες κρυψώνες, η ζωή τους δεν ήταν παρά φόβος, φυγή και πείνα' το ότι κατοικούσαν πάντα εν μέσω ξένων, το ότι κρύβονταν στις ζωές άλλων για να συγκαλύψουν τη δική τους δημιούργησε μέσα τους ένα διαρκές συναίσθημα ξεριζωμού. Όπως μου έλεγε αργότερα η μητέρα μου, ακόμα και όταν ήταν ασφαλείς κάπου, βασανίζονταν μονίμως από τη σκέψη ότι η απόφαση τους να με απομακρύνουν στην επαρχία ήταν εσφαλμένη, ότι θα ήμουν πιο ασφαλής μαζί τους. Δεν υπήρχαν λόγια, μου έλεγε, να περιγράψουν την αγωνία τους όταν έβλεπαν μικρά παιδιά να τα στοιβάζουν σαν ζώα στα τρένα με προοριομό τους φούρνους ή τα φρικιαστικά ειδικά στρατόπεδα που ήταν διάσπαρτα σε όλη τη χώρα.

Γι αυτούς, επομένως, και για ανθρώπους σαν αυτούς θέλησα να γράψω ένα μυθιστόρημα το οποίο θα απηχούσε και ενδεχομένως θα ξόρκιζε τις φρικαλεότητες που τους είχαν φανεί ανείπωτες. - Γιέρζι Κοζίνσκι

μετάφραση: Τρισεύγενη Παπαϊωάννου

Το βαμμένο πουλί

Οι φωτιές σιγόκαιγαν και οι σπίθες χοροπηδούσαν σαν πυγολαμπίδες. Είχα την αίσθηση πως ήμουν φυτό που πάλευε να στραφεί προς τον ήλιο, ανίκανο να τεντώσει τα κλαδιά του έτσι που το περιόριζε η γη. Ή πάλι είχα την αίσθηση ότι το κεφάλι μου είχε αποκτήσει δική του ζωή, ότι κυλούσε όλο και πιο γρήγορα, με ταχύτητα που αυξανόταν ιλιγγιωδώς, ώσπου χτυπούσε τελικά στο δίσκο του ήλιου, που με τόση καλοσύνη το ζέσταινε όλη μέρα.
-κεφ. 2-
*

Τα πουλιά διασκέδαζαν μαζί μου με την ψυχή τους. Όσο γύριζα εγώ το κεφάλι μου αποδώ κι αποκεί με μανία, τόσο εξάπτονταν και αποθρασύνονταν εκείνα. Έδειχναν να αποφεύγουν το πρόσωπό μου και έκαναν εφόδους στο πίσω μέρος του κρανίου μου.

Οι δυνάμεις μου με εγκατέλειπαν. Σε κάθε κίνηση του κεφαλιού μου, είχα την αίσθηση ότι σήκωνα ένα τεράστιο σακί με στάρι για να το μεταφέρω από το ένα μέρος στο άλλο. Είχα τρελαθεί κι έβλεπα τα πάντα γύρω μου σαν μέσα από βαριά ομίχλη.

Έπαψα να αντιστέκομαι. Τώρα έγινα κι εγώ πουλί. Προσπαθούσα να ξεκολλήσω τις παγωμένες φτερούγες μου από τη γη, που τις κρατούσε φυλακισμένες. Τέντωσα τα άκρα μου κι ενώθηκα με το κοπάδι των κοράκων. Ένα φρέσκο αναζωογονητικό αεράκι με σήκωσε απότομα από τη γη, μ' ανέβασε σε μια ηλιαχτίδα που εκτεινόταν στον ορίζοντα σαν τεντωμένη χορδή τόξου' οι φτερωτοί μου συνταξιδιώτες μιμήθηκαν το χαρούμενο κρώξιμό μου.
-κεφ. 2-
*

Με τρόμαζε η ιδέα ότι βρισκόμουν εκεί ολομόναχος. Θυμήθηκα ωστόσο τα δύο πράγματα που, όπως μου είχε μάθει η Όλγκα, ήταν απαραίτητα για να επιβιώσεις χωρίς ανθρώπινη βοήθεια. Το πρώτο ήταν να γνωρίζεις ζώα και φυτά, να είσαι εξοικειωμένος με δηλητήρια και ιαματικά βότανα. Το άλλο ήταν να έχεις φωτιά, έναν δικό σου "κομήτη". Το πρώτο ήταν δύσκολο να το αποκτήσεις - απαιτούσε μεγάλη εμπειρία. Για το δεύτερο, αρκούσε να βρεις να ένα μεγαλούτσικο κονσερβοκούτι, να το ξεπατώσεις από το ένα άκρο και να του ανοίξεις τρύπες στα πλαϊνά με μια πρόκα. Για χερούλι, αρκούσε να στερεώσεις στην κορυφή του κουτιού μια συρμάτινη θηλιά γύρω στο ένα μέτρο, έτσι ώστε να μπορείς να το κουνάς είτε σαν λάσο είτε σαν θυμιατήρι στην εκκλησία.

Αυτή η φορητή σομπίτσα μπορούσε αφενός να σε ζεστάνει και αφετέρου να σου χρησιμεύσει ως μαγειρική εστία σε μικρογραφία. Τη γέμιζες με όποιο είδος καύσιμης ύλης είχες διαθέσιμο και φρόντιζες να υπάρχουν πάντα μερικές σπίθες φωτιάς στον πάτο. Καθώς κουνούσες ζωηρά το κονσερβοκούτι, ο αέρας κυκλοφορούσε από τις τρύπες και συντηρούσε τη φωτιά όπως ο σιδηρουργός με τις φυσούνες του, ενώ η φυγόκεντρος δύναμη κρατούσε το καύσιμο στη θέση του.
-κεφ. 3-
*

Πόσο ζήλευα τον Μίτκα! Ξαφνικά κατάλαβα πολλά απ' αυτά που είχε πει ένας στρατιώτης σε μια κουβέντα που είχε μαζί του. Το να λέγεσαι άνθρωπος, του είχε πει, είναι πολύ μεγάλος τίτλος. Κάθε άνθρωπος κουβαλά μέσα του τον δικό του πόλεμο που οφείλει να φέρει εις πέρας, να τον κερδίσει ή να τον χάσει, ολομόναχος - τη δική του δικαιοσύνη, που μόνο αυτός θα την απονείμει. Ο Μίτκα ο Κούκος είχε αναλάβει τώρα να πάρει εκδίκηση για το θάνατο των φίλων του, ανεξάρτητα από τη γνώμη των άλλων, ρισκάροντας τη θέση του στο σύνταγμα και τον τίτλο του Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης. Αν δεν μπορούσε να πάρει εκδίκηση για τους φίλους του, τι ωφελούσαν όλα τα χρόνια εκπαίδευσης στην τέχνη του ελεύθερου σκοπευτή, ή μαεστρία ματιού, χεριού και ανάσας; Τι αξία είχε ο τίτλος του Ήρωα, που τον σέβονταν και τον λάτρευαν δεκάδες χιλιάδες πολίτες, αν δεν τον άξιζε πια στα δικά του μάτια;
-κεφ. 17-
*

Μετά το πρώιμο φθινόπωρο, που κατέστρεψε μέρος από τις σοδειές, μπήκε βαρύς ο χειμώνας. Στην αρχή χιόνιζε ημέρες ολόκληρες. Οι άνθρωποι ήξεραν τις καιρικές συνθήκες της περιοχής τους και βιάστηκαν να μαζέψουν τρόφιμα για τους ίδιους και για τα ζωντανά τους, βούλωσαν με άχυρα ό,τι τρύπες υπήρχαν στα σπίτια ή στους αχυρώνες τους και στερέωσαν καμινάδες και αχυροσκεπές για ν' αντέξουν στους δυνατούς ανέμους. Ύστερα έπεσε παγετός, που πάγωσε καθετί κάτω από το χιόνι.

Κανείς δεν ήθελε να με κρατήσει. Τα τρόφιμα ήταν λιγοστά κι ένα στόμα παραπάνω ήταν μεγάλο βάρος. Εκτός αυτού, δεν υπήρχε καμιά δουλειά να κάνω. Δεν μπορούσες ούτε να καθαρίσεις τη σβουνιά από τους αχυρώνες, που είχαν κλείσει από χιόνι ως το γείσο της στέγης. Κότες, γελάδια, κουνέλια, γουρούνια, κατσίκες κι άλογα, άνθρωποι και ζώα, μοιράζονταν την ίδια στέγη και ζεσταίνονταν με τη θερμότητα των κορμιών τους. Για μένα όμως δεν υπήρχε χώρος.
-κεφ. 8-

μετάφραση: Τρισεύγενη Παπαϊωάννου
Το βαμμένο πουλί - εκδ. Μεταίχμιο, 2006


Πάω να κοιμηθώ τώρα, για λίγο παραπάνω από το συνηθισμένο. Πείτε το Αιωνιότητα.


Jerzy Kosiński (1933-1991)
Στις 3 Μαΐου, στην Νέα Υόρκη, από ασφυξία, έχοντας καλύψει το κεφάλι του με πλαστική σακούλα. Υποφέροντας από φυσική και νευρική εξάντληση και ψυχολογικώς καταρρακωμένος λόγω της φθίνουσας πορείας της καριέρας του και της κατηγορίας για λογοκλοπή.




-φωτ: barryergangbooksforsale.yolasite.com-

Ακόμα:
- "Γιέρζι Κοζίνσκι: Αισθανόμουν να κατακλύζομαι από ένα συναίσθημα απελπισίας", στα αυτοβιογραφικά

από Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ.. _Permalink ---> 15.6.11 0 comments